- Θερσίτου
- Θερσί̱του , Θερσίτηςbold of speechmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φολκός — ὁ, Α 1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.) 2. πιθ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού… … Dictionary of Greek